- κατάχυσμα
- κατάχυσμα, τὸ (Α) [καταχέω]1. είδος ζωμού, σάλτσας, που έχυναν πάνω στα φαγητά ως καρύκευμα («καὶ τρίψαντες κατάχυσμ' ἕτερον γλυκὺ καὶ λιπαρόν», Αριστοφ.)2. στον πληθ. τὰ καταχυσματαξηροί καρποί, ανακατωμένοι, με τους οποίους έρραιναν τους νεονύμφους ή τους νεοαποκτημένους δούλους για το καλωσόρισμα («τὰ καταχύσματα κατάχει τοῡ νυμφίου», Θεόπομπ.).
Dictionary of Greek. 2013.