κατάχυσμα

κατάχυσμα
κατάχυσμα, τὸ (Α) [καταχέω]
1. είδος ζωμού, σάλτσας, που έχυναν πάνω στα φαγητά ως καρύκευμα («καὶ τρίψαντες κατάχυσμ' ἕτερον γλυκὺ καὶ λιπαρόν», Αριστοφ.)
2. στον πληθ. τὰ καταχυσματα
ξηροί καρποί, ανακατωμένοι, με τους οποίους έρραιναν τους νεονύμφους ή τους νεοαποκτημένους δούλους για το καλωσόρισμα («τὰ καταχύσματα κατάχει τοῡ νυμφίου», Θεόπομπ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατάχυσμα — that which is poured over neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάχυσμ' — κατάχυσμα , κατάχυσμα that which is poured over neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχυσμάτων — κατάχυσμα that which is poured over neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχύσματα — κατάχυσμα that which is poured over neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχύσματι — κατάχυσμα that which is poured over neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχύσματ' — καταχύσματα , κατάχυσμα that which is poured over neut nom/voc/acc pl καταχύσματι , κατάχυσμα that which is poured over neut dat sg καταχύσματε , κατάχυσμα that which is poured over neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχυσμάτιον — καταχυσμάτιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού κατάχυσμα*) σάλτσα, καρύκευμα που έχυναν πάνω στο φαγητό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”